Το μυθιστόρημα του Δημοσθένη Βουτυρά «Από τη Γη στον Άρη» θεωρείται το πρώτο σύγχρονο έργο επιστημονικής φαντασίας στα ελληνικά. Με αφορμή των ταξίδι πέντε Ελλήνων στον Άρη -οι πρώτοι άνθρωποι που πατούν το πόδι τους εκεί- ο Βουτυράς περιγράφει μια ουτοπική κοινωνία ζώων και σατιρίζει πλευρές της σύγχρονής του αθηναϊκής ζωής: Από την κυβέρνηση και τη φορολογία ως τη χρήση της δημοτικής γλώσσας, που εκείνη την εποχή αποτελούσε αντικείμενο οξείας διαμάχης. Το βιβλίο, με 120 σελίδες μικρού μεγέθους, κυκλοφόρησε το 1929 στις εκδόσεις Δημητράκου.
Υπόθεση
Στις πρώτες σελίδες το διαστημόπλοιο με τους επιβάτες του καταφτάνει στον Άρη:
Ένας από τους επιβάτες, ο Πάσαρης, δημοσιογράφος και λάτρης του οίνου, μας συστήνει (σελ. 67) τους συντρόφους του: Ο Βαρδίσης, «εφευρέτης του αεροπλοίου που μας έφερε στον Άρη αντί να μας πάει στο Βάκχο». Ο Λαράκος, «σπάνιος μαθηματικός». Ο Φαρόπουλος που πίσω στη Γη «ήταν διορισμένος καθηγητής σε κάποιο σχολείο. Αλλά μια μέρα, είπε για κάποιο άνθος, που μόνο στη Γη βρίσκεται και είναι θαυματουργό, πως δεν πιστεύει στα θαύματά του. Και το άνθος έκανε το θαύμα. Έλαβε ο κύριος καθηγητής την πάψη του! Κέτσι για να μη γυρίζει στους δρόμους των Αθηνών σαν άεργος, τον φέραμε εδώ!». Ο Καστάνης, πρώην δημόσιος υπάλληλος που είχε καταγγείλει ότι οι προϊστάμενοί του έκλεβαν το δημόσιο ταμείο «και κάθισε έπειτα και περίμενε τον έπαινον. Μετά λίγες μέρες, να και τουρχεται ένα χαρτί! Ήταν η πάψη του».
Τους πέντε ταξιδιώτες περιμένει μια έκπληξη: Στον Άρη κατοικούν ζώα ίδια ακριβώς με εκείνα της Γης, ζουν σε μεγάλες πόλεις και μιλούν ελληνικά -και μάλιστα δημοτική! Από τα μεγαλύτερα θηλαστικά και τα πουλιά, ως τα ψάρια και τα έντομα, τα ζώα συμβιώνουν αρμονικά, καταναλώνουν ό,τι τους παρέχει η γη και απολαμβάνουν ακόμα και θεατρικές παραστάσεις. Οι γήινοι εντυπωσιασμένοι, ταξιδεύουν σε όλο τον πλανήτη, επισκέπτονται περισσότερες πόλεις και κοινότητες ζώων ενώ συναντούν και τη μοναδική εξαίρεση στον κανόνα της αρμονικής συμβίωσης: μεγάλες αράχνες που ζουν απομονωμένες από τα υπόλοιπα ζώα, προσπαθώντας με υποσχέσεις, παρακάλια καμιά φορά και ενέδρες, να προσελκύσουν κάποιο από αυτά για να το κατασπαράξουν.
Ένας από τους γήινους, ο Φαρόπουλος, βιώνει και μια παράδοξη εμπειρία: Μια θηλυκή μαϊμού τον σώζει από κατακλυσμιαία βροχή και του διηγείται την ιστορία ενός ερωτευμένου ζευγαριού στην Αθήνα, που δεν πρόλαβε να ζήσει τον έρωτά του γιατί η κοπέλα αρρώστησε και πέθανε νέα. Αμέσως ο Φαρόπουλος αναγνωρίζει τον εαυτό του και έναν έρωτά του που έμεινε ανεκπλήρωτος:
Αργότερα, ο Φαρόπουλος παντρεύεται τη μαϊμού.
Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στον Άρη, οι πέντε ταξιδιώτες αποκρύπτουν από τα ζώα την πραγματική θέση των ομοίων τους στη Γη και γενικότερα τη φύση της ανθρώπινης κοινωνίας. Έτσι, τα ζώα αποφασίζουν να φτιάξουν μια προέκταση του διαστημοπλοίου και αντιπροσώποί τους να συνοδεύσουν τους γήινους στο ταξίδι της επιστροφής. Με την άφιξή τους στην Αθήνα τους περιμένει όλους μια ακόμα έκπληξη, δυσάρεστη αυτή τη φορά.
Υπόθεση
Στις πρώτες σελίδες το διαστημόπλοιο με τους επιβάτες του καταφτάνει στον Άρη:
-Λαράκο τι κάνεις! Άνοιξε γρήγορα και τα μεγάλα φτερά!
Ο Λαράκος ξαφνιασμένος, γιατί είχε αλλού την προσοχή του, κοίταζε δύο συντρόφους του, που πέρα λίγο, έτρωγαν κ' έπιναν, μισοτρομαγμένος γύρισε και πάτησε ένα κουμπί...
Σιωπή είχε γίνει μέσα στο πλοίο κείνο του αέρα το κατάκλειστο, που έμοιαζε και σα γιγάντιο βαρέλι με μυτερές τις δύο άκρες του.
-Τώρα καλά! Το νου σου όμως, καημένε, νάχεις λίγο!
Ο Λαράκος ξαφνιασμένος, γιατί είχε αλλού την προσοχή του, κοίταζε δύο συντρόφους του, που πέρα λίγο, έτρωγαν κ' έπιναν, μισοτρομαγμένος γύρισε και πάτησε ένα κουμπί...
Σιωπή είχε γίνει μέσα στο πλοίο κείνο του αέρα το κατάκλειστο, που έμοιαζε και σα γιγάντιο βαρέλι με μυτερές τις δύο άκρες του.
-Τώρα καλά! Το νου σου όμως, καημένε, νάχεις λίγο!
Ένας από τους επιβάτες, ο Πάσαρης, δημοσιογράφος και λάτρης του οίνου, μας συστήνει (σελ. 67) τους συντρόφους του: Ο Βαρδίσης, «εφευρέτης του αεροπλοίου που μας έφερε στον Άρη αντί να μας πάει στο Βάκχο». Ο Λαράκος, «σπάνιος μαθηματικός». Ο Φαρόπουλος που πίσω στη Γη «ήταν διορισμένος καθηγητής σε κάποιο σχολείο. Αλλά μια μέρα, είπε για κάποιο άνθος, που μόνο στη Γη βρίσκεται και είναι θαυματουργό, πως δεν πιστεύει στα θαύματά του. Και το άνθος έκανε το θαύμα. Έλαβε ο κύριος καθηγητής την πάψη του! Κέτσι για να μη γυρίζει στους δρόμους των Αθηνών σαν άεργος, τον φέραμε εδώ!». Ο Καστάνης, πρώην δημόσιος υπάλληλος που είχε καταγγείλει ότι οι προϊστάμενοί του έκλεβαν το δημόσιο ταμείο «και κάθισε έπειτα και περίμενε τον έπαινον. Μετά λίγες μέρες, να και τουρχεται ένα χαρτί! Ήταν η πάψη του».
Τους πέντε ταξιδιώτες περιμένει μια έκπληξη: Στον Άρη κατοικούν ζώα ίδια ακριβώς με εκείνα της Γης, ζουν σε μεγάλες πόλεις και μιλούν ελληνικά -και μάλιστα δημοτική! Από τα μεγαλύτερα θηλαστικά και τα πουλιά, ως τα ψάρια και τα έντομα, τα ζώα συμβιώνουν αρμονικά, καταναλώνουν ό,τι τους παρέχει η γη και απολαμβάνουν ακόμα και θεατρικές παραστάσεις. Οι γήινοι εντυπωσιασμένοι, ταξιδεύουν σε όλο τον πλανήτη, επισκέπτονται περισσότερες πόλεις και κοινότητες ζώων ενώ συναντούν και τη μοναδική εξαίρεση στον κανόνα της αρμονικής συμβίωσης: μεγάλες αράχνες που ζουν απομονωμένες από τα υπόλοιπα ζώα, προσπαθώντας με υποσχέσεις, παρακάλια καμιά φορά και ενέδρες, να προσελκύσουν κάποιο από αυτά για να το κατασπαράξουν.
Ένας από τους γήινους, ο Φαρόπουλος, βιώνει και μια παράδοξη εμπειρία: Μια θηλυκή μαϊμού τον σώζει από κατακλυσμιαία βροχή και του διηγείται την ιστορία ενός ερωτευμένου ζευγαριού στην Αθήνα, που δεν πρόλαβε να ζήσει τον έρωτά του γιατί η κοπέλα αρρώστησε και πέθανε νέα. Αμέσως ο Φαρόπουλος αναγνωρίζει τον εαυτό του και έναν έρωτά του που έμεινε ανεκπλήρωτος:
-Μα πέμου, συ πώς την ξέρεις, την ιστορία μου πώς τη γνωρίζεις, πέμου για το θεό, γιατί να, δεν είμαι, δεν είμαι καλά!
Η μαϊμουδίτσα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε με τα υγρά απ' τα δάκρυα μάτια της:
-Γιατί είναι και δικιά μου ιστορία, του απάντησε.
-Γιατί είναι και δική σου ιστορία; είναι και δική σου ιστορία! Πώς, πώς, τι λες; τι θέλεις να πεις; Ω, ω... Πέμου, ναι, πέμου, μίλησε γρήγορα! λέγε μου, μίλησε, πέμου, γιατί, να, να, σορκίζομαι κάτι θα πάθω να, να...
-Ησύχασε, του είπε κείνη γλυκά, και θα στα πω όλα, θα στα πω, θα στα εξηγήσω. Αυτά τα ξέρω, μου είχαν έρθει στο νου μου μόλις ένιωσα τον εαυτόν μου, μικρή ακόμα. Άκουσε! Και θυμούμαι πώς αυτά μου ερχόνταν πρώτα, κομματιασμένα και σα μακρινές ενθυμήσεις θαμπές (...)
Η μαϊμουδίτσα σήκωσε το κεφάλι της και τον κοίταξε με τα υγρά απ' τα δάκρυα μάτια της:
-Γιατί είναι και δικιά μου ιστορία, του απάντησε.
-Γιατί είναι και δική σου ιστορία; είναι και δική σου ιστορία! Πώς, πώς, τι λες; τι θέλεις να πεις; Ω, ω... Πέμου, ναι, πέμου, μίλησε γρήγορα! λέγε μου, μίλησε, πέμου, γιατί, να, να, σορκίζομαι κάτι θα πάθω να, να...
-Ησύχασε, του είπε κείνη γλυκά, και θα στα πω όλα, θα στα πω, θα στα εξηγήσω. Αυτά τα ξέρω, μου είχαν έρθει στο νου μου μόλις ένιωσα τον εαυτόν μου, μικρή ακόμα. Άκουσε! Και θυμούμαι πώς αυτά μου ερχόνταν πρώτα, κομματιασμένα και σα μακρινές ενθυμήσεις θαμπές (...)
Αργότερα, ο Φαρόπουλος παντρεύεται τη μαϊμού.
Σε όλη τη διάρκεια της παραμονής τους στον Άρη, οι πέντε ταξιδιώτες αποκρύπτουν από τα ζώα την πραγματική θέση των ομοίων τους στη Γη και γενικότερα τη φύση της ανθρώπινης κοινωνίας. Έτσι, τα ζώα αποφασίζουν να φτιάξουν μια προέκταση του διαστημοπλοίου και αντιπροσώποί τους να συνοδεύσουν τους γήινους στο ταξίδι της επιστροφής. Με την άφιξή τους στην Αθήνα τους περιμένει όλους μια ακόμα έκπληξη, δυσάρεστη αυτή τη φορά.