Η Άγρια Ακρόπολη είναι μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας του Νίκου Α. Μάντη. Κυκλοφόρησε τον Οκτώβριο του 2013 από τις Εκδόσεις Καστανιώτη. Το 2014 έλαβε τη διάκριση του «καλύτερου μυθιστορήματος» από το ηλεκτρονικό περιοδικό Ο Αναγνώστης.
Η ιστορία ξεκινά να εξελίσσεται στο μέλλον, το έτος 2159 μ.Χ., στη Νέα Αθήνα. Η κοινωνία είναι χωρισμένη σε δύο κάστες, τους Νεάντερταλ, αναστημένους προ-ανθρώπους, και τους Χόμο Σάπιενς, δηλαδή το ανθρώπινο είδος. Οι πρώτοι υπάρχουν για να υπηρετούν, ζώντας υπό άθλιες συνθήκες. Οι δεύτεροι ζουν για να δίνουν τεστ, με στόχο την κοινωνική τους ανέλιξη. Η επιστήμη αποτελεί το κριτήριο των πάντων. Μόνο οι γενετικά ικανοί σκαρφαλώνουν στην κοινωνική πυραμίδα.
Τα εθνικά κράτη έχουν καταργηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Τη θέση τους έχουν πάρει οι Μητροπόλεις (Νέα Αθήνα, Νέο Λος Άντζελες, Νέο Πεκίνο κ.ο.κ.), τεράστιες πόλεις αυστηρά χωρισμένες σε κατακόρυφα επίπεδα. Οι Μητροπόλεις διοικούνται από πανίσχυρες εταιρείες και κάθε άνθρωπος ή Νεάντερταλ δουλεύει γι' αυτές.
Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Μάνο, ένας αναπάντεχα ταλαντούχος νεαρός Νεάντερταλ, που παρά την ανωτερότητα που τον διακρίνει από τους υπόλοιπους του είδους του, παραμένει φυλακισμένος στο κατώτατο επίπεδο της Νέας Αθήνας. Ένα αναπάντεχο γεγονός, ωστόσο, θα αλλάξει ριζικά τη ζωή του.
Ένα σύντομο κείμενο στην αρχή του βιβλίου μας γνωρίζει εν μέρει τον πρωταγωνιστή και τη θέση του: «Το όνομά μου είναι Μάνο. Μάνο απ' το Χέρι, το χέρι που δουλεύει, έτσι όπως λέγονται πολλοί ακόμα της δικής μου κάστας, ή απ' τον Εμμανουήλ, τον Μανώλη, τον Μανόλο, αυτό το όνομα του παλιού θεού που λίγοι πια ελπίζουν ότι μπορεί κάτι να σώσει ή να φέρει στον κόσμο (...) Γεννήθηκα το 2136. Είμαι πολίτης της Νέας Αθήνας, παιδί του ισόγειου επιπέδου των Συρακουσών, του κατώτερου και πιο ταπεινού τμήματος της πόλης. Και πάνω απ' όλα είμαι ένας Νεάντερταλ».
Για τον ήρωά του ο συγγραφέας λέει: «Αν ο ήρωας δεν εσωτερίκευε τα διλήμματα που του παρουσιάζονταν και παρέμενε ηθικός, άσπιλος και αμόλυντος, η ιστορία θα γινόταν μια καθαρόαιμη, χολυγουντιανού τύπου περιπέτεια. Όλες οι δυσκολίες θα έμεναν εξωτερικές και το βάρος θα δινόταν στο σασπένς. Καθώς δεν επιθυμούσα μια τέτοια εξέλιξη, γιατί πιστεύω ότι θα μείωνε τη λογοτεχνική αξία του βιβλίου, επέλεξα από την αρχή να κάνω κυρίως εσωτερικό το ταξίδι του Μάνο, του κεντρικού χαρακτήρα. Κι εδώ είναι που διαφωνώ με το σχόλιο που έχω δεχτεί κατά κόρον από γνωστούς και φίλους, ότι το βιβλίο θα μπορούσε πολύ εύκολα να γίνει ταινία»0.
Η ιστορία ξεκινά να εξελίσσεται στο μέλλον, το έτος 2159 μ.Χ., στη Νέα Αθήνα. Η κοινωνία είναι χωρισμένη σε δύο κάστες, τους Νεάντερταλ, αναστημένους προ-ανθρώπους, και τους Χόμο Σάπιενς, δηλαδή το ανθρώπινο είδος. Οι πρώτοι υπάρχουν για να υπηρετούν, ζώντας υπό άθλιες συνθήκες. Οι δεύτεροι ζουν για να δίνουν τεστ, με στόχο την κοινωνική τους ανέλιξη. Η επιστήμη αποτελεί το κριτήριο των πάντων. Μόνο οι γενετικά ικανοί σκαρφαλώνουν στην κοινωνική πυραμίδα.
Τα εθνικά κράτη έχουν καταργηθεί σε παγκόσμιο επίπεδο. Τη θέση τους έχουν πάρει οι Μητροπόλεις (Νέα Αθήνα, Νέο Λος Άντζελες, Νέο Πεκίνο κ.ο.κ.), τεράστιες πόλεις αυστηρά χωρισμένες σε κατακόρυφα επίπεδα. Οι Μητροπόλεις διοικούνται από πανίσχυρες εταιρείες και κάθε άνθρωπος ή Νεάντερταλ δουλεύει γι' αυτές.
Πρωταγωνιστής της ιστορίας είναι ο Μάνο, ένας αναπάντεχα ταλαντούχος νεαρός Νεάντερταλ, που παρά την ανωτερότητα που τον διακρίνει από τους υπόλοιπους του είδους του, παραμένει φυλακισμένος στο κατώτατο επίπεδο της Νέας Αθήνας. Ένα αναπάντεχο γεγονός, ωστόσο, θα αλλάξει ριζικά τη ζωή του.
Ένα σύντομο κείμενο στην αρχή του βιβλίου μας γνωρίζει εν μέρει τον πρωταγωνιστή και τη θέση του: «Το όνομά μου είναι Μάνο. Μάνο απ' το Χέρι, το χέρι που δουλεύει, έτσι όπως λέγονται πολλοί ακόμα της δικής μου κάστας, ή απ' τον Εμμανουήλ, τον Μανώλη, τον Μανόλο, αυτό το όνομα του παλιού θεού που λίγοι πια ελπίζουν ότι μπορεί κάτι να σώσει ή να φέρει στον κόσμο (...) Γεννήθηκα το 2136. Είμαι πολίτης της Νέας Αθήνας, παιδί του ισόγειου επιπέδου των Συρακουσών, του κατώτερου και πιο ταπεινού τμήματος της πόλης. Και πάνω απ' όλα είμαι ένας Νεάντερταλ».
Για τον ήρωά του ο συγγραφέας λέει: «Αν ο ήρωας δεν εσωτερίκευε τα διλήμματα που του παρουσιάζονταν και παρέμενε ηθικός, άσπιλος και αμόλυντος, η ιστορία θα γινόταν μια καθαρόαιμη, χολυγουντιανού τύπου περιπέτεια. Όλες οι δυσκολίες θα έμεναν εξωτερικές και το βάρος θα δινόταν στο σασπένς. Καθώς δεν επιθυμούσα μια τέτοια εξέλιξη, γιατί πιστεύω ότι θα μείωνε τη λογοτεχνική αξία του βιβλίου, επέλεξα από την αρχή να κάνω κυρίως εσωτερικό το ταξίδι του Μάνο, του κεντρικού χαρακτήρα. Κι εδώ είναι που διαφωνώ με το σχόλιο που έχω δεχτεί κατά κόρον από γνωστούς και φίλους, ότι το βιβλίο θα μπορούσε πολύ εύκολα να γίνει ταινία»0.