Ο Δημοσθένης Βουτυράς ήταν συγγραφέας. Έγραψε το πρώτο μυθιστόρημα επιστημονικής φαντασίας στα ελληνικά.
Γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1871, σε ξενοδοχείο της Κωνσταντινούπολης, στο Γαλατά. Πατέρας του ήταν ο Νικόλαος Βουτυράς από την Κέα, δάσκαλος, και μητέρα του η Θεώνη, το γένος Παπαδή από το Μεσολόγγι. Οι γονείς του είχαν φύγει βιαστικά από την ΑΘήνα, όπου ο πατέρας του είχε διοριστεί συμβολαιογράφος, για να αποφύγουν το μένος των αδελφών της Θεώνης που δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους στον επικείμενο γάμο. Οι δυο τους έζησαν αρχικά στη Σμύρνη, όπου γεννήθηκαν οι δυο μεγαλύτερες αδελφές του Δημοσθένη αλλά σε ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, οι πόνοι της γέννας έπιασαν τη Θεώνη μέσα στο πλοίο.
Ο Νικόλαος Βουτυράς έπιασε δουλειά ως δάσκαλος σε σχολείο στον Άγιο Στέφανο, προάστιο της Κωνσταντινούπολης και έτσι ο Δημοσθένης πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του εκεί. Αργότερα αποφάσισαν να γυρίσουν στην Ελλάδα, όπου ο πατέρας του επέστρεψε στο παλιό του γραφείο. Εκεί τέλειωσε το δημοτικό ο Δημοσθένης και ξεκίνησε τη φοίτησή του στο γυμνάσιο, το οποίο όμως εγκατέλειψε για ιατρικούς λόγους (γράφεται ότι παρουσίαζε «κρίσεις επιληψίας»). Παρακολούθησε ωστόσο μαθήματα μουσικής και ξιφασκίας και παράλληλα γράφτηκε σε ιδιωτική σχολή.
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1900 δημοσιεύοντας διηγήματα στα περιοδικά Χρονογράφος και Περιοδικόν μας του Γεράσιμου Βώκου (στο δεύτερο, το διήγημα «Το κακούργημα του ιερέως»). Λίγο μετά ο πατέρας του εγκατέλειψε την εργασία του ως συμβολαιογράφος και ασχολήθηκε με τις οικοδομικές εργασίες, ανοίγοντας και ένα εργοστάσιο σιδηρουργίας στο οποίο πρόσκαιρα δούλεψε και ο Δημοσθένης. Τότε εξέδωσε ιδιωτικά τη νουβέλα «Ο Λαγκάς» (στην καθαρεύουσα και δέκα περίπου χρόνια μετά, στη δημοτική) που έγινε δεκτή με θετικά σχόλια από τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο. Ακολούθησαν νέες δημοσιεύσεις διηγημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ άλλων και στα Παναθήναια. Το 1903 παντρεύτηκε τη Μπετίνα Φέξη, με την οποία απέκτησε δυο κόρες.
Το 1905 η επιχείρηση του πατέρα του χρεοκόπησε και εκείνος αυτοκτόνησε. Η ραγδαία οικονομική αλλαγή έστρεψε τον Βουτυρά στην επαγγελματική συγγραφή, καθώς ξεκίνησε να γράφει και να πουλά διηγήματα και κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Η καταξίωσή του ως πεζογράφου προήλθε αρχικά από το ελληνικό κοινό της Αλεξάνδρειας. Μετά το 1920 άρχισε να γίνεται γνωστός και στην Αθήνα. Η πορεία του ήταν ανοδική και μέχρι το 1923, οπότε τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών, είχαν τυπωθεί ήδη δέκα βιβλία του. Το 1929 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δημητράκου το έργο του Από τη Γη στον Άρη, πρώτο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας στα ελληνικά. Σήμερα κυκλοφορεί στις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές.
Συμμετείχε στη συγγραφή 7 αναγνωστικών βιβλίων, σε συνεργασία με τον Επ. Παπαμιχαήλ. Το 1931 τιμήθηκε με το Αριστείο του Δήμου Πειραιώς. Λίγους μήνες πριν την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου γιόρτασε τα σαράντα χρόνια της λογοτεχνικής του δράσης στην ταβέρνα Μπογράκου στην Κυψέλη, όπου σύχναζε. Στη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε υπέρ της Αντίστασης, κάτι που δεν του συγχώρεσε ποτέ το μεταπολεμικό κράτος της δεξιάς. Έτσι, το 1947 ο Δήμος Πειραιά διέκοψε την καταβολή τιμητικής σύνταξης που του παρείχε από το 1940.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου, σε ηλικία 80 χρόνων δημοσίευσε το Αργό Ξημέρωμα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη φτώχεια. Η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε την πρόταση για υποψηφιότητά του σε δυο συνεχείς εκλογές. Πέθανε στις 27 Μαρτίου 1958 σε ηλικία 86 ετών. Ο Κώστας Βάρναλης έγραψε την επομένη του θανάτου του: «Βράχος ταλέντου, εργατικότητας, πίστης και ήθους. Βράχος ριζωμένος στην ελληνική ζωή. Ακατάλυτος κι ασάλευτος. Ασάλευτος και στις αγάπες και στα μίση του στα πάθη και στις αδυναμίες του. Ασάλευτος και στο κουράγιο του... Μόνο το λαό αγαπούσε. Μόνο το λαό μελετούσε. Και το λαό ζωντάνευε κι απαθανάτιζε στα έργα το».
Γράφει ο Γιάννης Χαλάτσης0: «O Δημοσθένης αναγκάστηκε να εργασθεί σε σκληρές χειρωνακτικές εργασίες. Έτσι γνώρισε τη ζωή και την ψυχολογία των ανθρώπων του μόχθου και της βιοπάλης. Η γνώση αυτή και το έμφυτο ταλέντο του τον ανάδειξαν σε εισηγητή του ρεαλιστικού διηγήματος στην Ελλάδα. Ο Βουτυράς είναι από τους πρώτους λογοτέχνες των αρχών του 20ου αιώνα που έγραψε κοινωνικό διήγημα. Σ' όλα τα διηγήματά του ασχολείται με κοινωνικά θέματα και οι ήρωές του είναι άνθρωποι από τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Η εκμετάλλευση των εργαζομένων στις πρώτες εργατικές φάμπρικες, οι νέες κοινωνικές συνθήκες που δημιουργούνταν στην Ελλάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα, η απανθρωπιά και η δυστυχία της καπιταλιστικής κοινωνίας καυτηριάζονται μέσα από το έργο του. Όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί, κράτος, θρησκεία, εκπαίδευση, δικαιοσύνη, και ο πόλεμος έγιναν αντικείμενο κριτικής και σάτιρας στο έργο του. Κτυπώντας το άδικο και παράλογο, ξεσκεπάζοντας τις πληγές της κοινωνίας που στηρίζεται στην εκμετάλλευση ο Βουτυράς, πότε έμμεσα και πότε άμεσα, πρόβαλε την ανάγκη της αλλαγής και μάλιστα της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής».
Ο Βάσιας Τσοκόπουλος, επιμελητής των απάντων του σημειώνει0 για το έργο του: «Πρώτα πρώτα (...) μιλά έντονα για την κοινωνική αδικία και παρακινεί τον αναγνώστη να την αντιστρατευτεί. Τον παρακινεί όμως όχι με ιδεολογικό ή πολιτικό λόγο, αλλά με καθαρά λογοτεχνικό. Είναι ένα έργο αταλάντευτα αγωνιστικό. Κι ακόμα δεν μένει μόνο στην κοινωνική επιφάνεια της αδικίας, αλλά την αντιστρατεύεται βαθύτερα, στην υπαρξιακή της διάσταση γι' αυτό βρίσκεται και σε μια διαρκή διαμάχη με τον θεό. Αυτό κάνει την κριτική του στην κοινωνική αδικία βαθύτερη και μονιμότερη. Κι αυτό κάνει, παρόλο τον πεσιμισμό του και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο ανθρώπινο είδος, το έργο του Βουτυρά να είναι αταλάντευτα αγωνιστικό. Ταυτόχρονα είναι (έργο) εξαιρετικά μοντέρνο. Μέχρι που άρχισε να γράφει ο Βουτυράς, αλλά και πολύ μετά, οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες, ακόμα και οι αρνητικοί, κινούνται μέσα σε ένα παραδεδεγμένο και αποδεκτό σύστημα κοινωνικών και ηθικών κανόνων. Στο έργο του Βουτυρά αυτό καταργήθηκε. Στο λογοτεχνικό ύφος η καλολογία και η συμβατική πλοκή καταργούνται, και στη θέση τους μπαίνει το ασθματικό ύφος, η κινηματογραφική αφήγηση, ο εσωτερικός μονόλογος και το ρεύμα της συνείδησης (...) Τι αναζητά αυτό το έργο; Σίγουρα (...) την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Αυτά φωνάζει μέσα από τις αντιφάσεις και την απελπισία των ηρώων του, τις σκοτεινές περιγραφές του, τον πόνο του και την ειρωνεία του, τη σκληρότητα και την τρυφερότητά του, όλες τις περιπέτειες της ανθρώπινης ψυχής που αναβιώνει. Τ' αναζητά και μέσα από τη φανταστική λογοτεχνία του, μια καταδίκη του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, του ολοκληρωτισμού και του πολέμου. Το έργο αυτό ανοίγει την ήπειρο της Ουτοπίας στην ελληνική λογοτεχνία και του αιτήματος για ένα άλλο κόσμο».
Το 2011 κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Τόπος το λεύκωμα των Δημήτρη Βανέλλη και Θανάση Πέτρου (εικονογράφηση) «Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά».
Γεννήθηκε στις 25 Μαρτίου 1871, σε ξενοδοχείο της Κωνσταντινούπολης, στο Γαλατά. Πατέρας του ήταν ο Νικόλαος Βουτυράς από την Κέα, δάσκαλος, και μητέρα του η Θεώνη, το γένος Παπαδή από το Μεσολόγγι. Οι γονείς του είχαν φύγει βιαστικά από την ΑΘήνα, όπου ο πατέρας του είχε διοριστεί συμβολαιογράφος, για να αποφύγουν το μένος των αδελφών της Θεώνης που δεν έδιναν τη συγκατάθεσή τους στον επικείμενο γάμο. Οι δυο τους έζησαν αρχικά στη Σμύρνη, όπου γεννήθηκαν οι δυο μεγαλύτερες αδελφές του Δημοσθένη αλλά σε ένα ταξίδι στην Κωνσταντινούπολη, οι πόνοι της γέννας έπιασαν τη Θεώνη μέσα στο πλοίο.
Ο Νικόλαος Βουτυράς έπιασε δουλειά ως δάσκαλος σε σχολείο στον Άγιο Στέφανο, προάστιο της Κωνσταντινούπολης και έτσι ο Δημοσθένης πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του εκεί. Αργότερα αποφάσισαν να γυρίσουν στην Ελλάδα, όπου ο πατέρας του επέστρεψε στο παλιό του γραφείο. Εκεί τέλειωσε το δημοτικό ο Δημοσθένης και ξεκίνησε τη φοίτησή του στο γυμνάσιο, το οποίο όμως εγκατέλειψε για ιατρικούς λόγους (γράφεται ότι παρουσίαζε «κρίσεις επιληψίας»). Παρακολούθησε ωστόσο μαθήματα μουσικής και ξιφασκίας και παράλληλα γράφτηκε σε ιδιωτική σχολή.
Εμφανίστηκε στα γράμματα το 1900 δημοσιεύοντας διηγήματα στα περιοδικά Χρονογράφος και Περιοδικόν μας του Γεράσιμου Βώκου (στο δεύτερο, το διήγημα «Το κακούργημα του ιερέως»). Λίγο μετά ο πατέρας του εγκατέλειψε την εργασία του ως συμβολαιογράφος και ασχολήθηκε με τις οικοδομικές εργασίες, ανοίγοντας και ένα εργοστάσιο σιδηρουργίας στο οποίο πρόσκαιρα δούλεψε και ο Δημοσθένης. Τότε εξέδωσε ιδιωτικά τη νουβέλα «Ο Λαγκάς» (στην καθαρεύουσα και δέκα περίπου χρόνια μετά, στη δημοτική) που έγινε δεκτή με θετικά σχόλια από τον Παλαμά και τον Ξενόπουλο. Ακολούθησαν νέες δημοσιεύσεις διηγημάτων του σε λογοτεχνικά περιοδικά, μεταξύ άλλων και στα Παναθήναια. Το 1903 παντρεύτηκε τη Μπετίνα Φέξη, με την οποία απέκτησε δυο κόρες.
Το 1905 η επιχείρηση του πατέρα του χρεοκόπησε και εκείνος αυτοκτόνησε. Η ραγδαία οικονομική αλλαγή έστρεψε τον Βουτυρά στην επαγγελματική συγγραφή, καθώς ξεκίνησε να γράφει και να πουλά διηγήματα και κείμενα σε περιοδικά και εφημερίδες της εποχής. Η καταξίωσή του ως πεζογράφου προήλθε αρχικά από το ελληνικό κοινό της Αλεξάνδρειας. Μετά το 1920 άρχισε να γίνεται γνωστός και στην Αθήνα. Η πορεία του ήταν ανοδική και μέχρι το 1923, οπότε τιμήθηκε με το Αριστείο των Γραμμάτων και των Τεχνών, είχαν τυπωθεί ήδη δέκα βιβλία του. Το 1929 κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Δημητράκου το έργο του Από τη Γη στον Άρη, πρώτο βιβλίο επιστημονικής φαντασίας στα ελληνικά. Σήμερα κυκλοφορεί στις εκδόσεις Συμπαντικές Διαδρομές.
Συμμετείχε στη συγγραφή 7 αναγνωστικών βιβλίων, σε συνεργασία με τον Επ. Παπαμιχαήλ. Το 1931 τιμήθηκε με το Αριστείο του Δήμου Πειραιώς. Λίγους μήνες πριν την κήρυξη του ελληνοϊταλικού πολέμου γιόρτασε τα σαράντα χρόνια της λογοτεχνικής του δράσης στην ταβέρνα Μπογράκου στην Κυψέλη, όπου σύχναζε. Στη διάρκεια της Κατοχής τάχθηκε υπέρ της Αντίστασης, κάτι που δεν του συγχώρεσε ποτέ το μεταπολεμικό κράτος της δεξιάς. Έτσι, το 1947 ο Δήμος Πειραιά διέκοψε την καταβολή τιμητικής σύνταξης που του παρείχε από το 1940.
Μετά το τέλος του Εμφυλίου, σε ηλικία 80 χρόνων δημοσίευσε το Αργό Ξημέρωμα. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του τα πέρασε στη φτώχεια. Η Ακαδημία Αθηνών αρνήθηκε την πρόταση για υποψηφιότητά του σε δυο συνεχείς εκλογές. Πέθανε στις 27 Μαρτίου 1958 σε ηλικία 86 ετών. Ο Κώστας Βάρναλης έγραψε την επομένη του θανάτου του: «Βράχος ταλέντου, εργατικότητας, πίστης και ήθους. Βράχος ριζωμένος στην ελληνική ζωή. Ακατάλυτος κι ασάλευτος. Ασάλευτος και στις αγάπες και στα μίση του στα πάθη και στις αδυναμίες του. Ασάλευτος και στο κουράγιο του... Μόνο το λαό αγαπούσε. Μόνο το λαό μελετούσε. Και το λαό ζωντάνευε κι απαθανάτιζε στα έργα το».
Γράφει ο Γιάννης Χαλάτσης0: «O Δημοσθένης αναγκάστηκε να εργασθεί σε σκληρές χειρωνακτικές εργασίες. Έτσι γνώρισε τη ζωή και την ψυχολογία των ανθρώπων του μόχθου και της βιοπάλης. Η γνώση αυτή και το έμφυτο ταλέντο του τον ανάδειξαν σε εισηγητή του ρεαλιστικού διηγήματος στην Ελλάδα. Ο Βουτυράς είναι από τους πρώτους λογοτέχνες των αρχών του 20ου αιώνα που έγραψε κοινωνικό διήγημα. Σ' όλα τα διηγήματά του ασχολείται με κοινωνικά θέματα και οι ήρωές του είναι άνθρωποι από τη σύγχρονη κοινωνική πραγματικότητα. Η εκμετάλλευση των εργαζομένων στις πρώτες εργατικές φάμπρικες, οι νέες κοινωνικές συνθήκες που δημιουργούνταν στην Ελλάδα στις αρχές του εικοστού αιώνα, η απανθρωπιά και η δυστυχία της καπιταλιστικής κοινωνίας καυτηριάζονται μέσα από το έργο του. Όλοι οι κοινωνικοί θεσμοί, κράτος, θρησκεία, εκπαίδευση, δικαιοσύνη, και ο πόλεμος έγιναν αντικείμενο κριτικής και σάτιρας στο έργο του. Κτυπώντας το άδικο και παράλογο, ξεσκεπάζοντας τις πληγές της κοινωνίας που στηρίζεται στην εκμετάλλευση ο Βουτυράς, πότε έμμεσα και πότε άμεσα, πρόβαλε την ανάγκη της αλλαγής και μάλιστα της επαναστατικής κοινωνικής αλλαγής».
Ο Βάσιας Τσοκόπουλος, επιμελητής των απάντων του σημειώνει0 για το έργο του: «Πρώτα πρώτα (...) μιλά έντονα για την κοινωνική αδικία και παρακινεί τον αναγνώστη να την αντιστρατευτεί. Τον παρακινεί όμως όχι με ιδεολογικό ή πολιτικό λόγο, αλλά με καθαρά λογοτεχνικό. Είναι ένα έργο αταλάντευτα αγωνιστικό. Κι ακόμα δεν μένει μόνο στην κοινωνική επιφάνεια της αδικίας, αλλά την αντιστρατεύεται βαθύτερα, στην υπαρξιακή της διάσταση γι' αυτό βρίσκεται και σε μια διαρκή διαμάχη με τον θεό. Αυτό κάνει την κριτική του στην κοινωνική αδικία βαθύτερη και μονιμότερη. Κι αυτό κάνει, παρόλο τον πεσιμισμό του και την έλλειψη εμπιστοσύνης στο ανθρώπινο είδος, το έργο του Βουτυρά να είναι αταλάντευτα αγωνιστικό. Ταυτόχρονα είναι (έργο) εξαιρετικά μοντέρνο. Μέχρι που άρχισε να γράφει ο Βουτυράς, αλλά και πολύ μετά, οι λογοτεχνικοί χαρακτήρες, ακόμα και οι αρνητικοί, κινούνται μέσα σε ένα παραδεδεγμένο και αποδεκτό σύστημα κοινωνικών και ηθικών κανόνων. Στο έργο του Βουτυρά αυτό καταργήθηκε. Στο λογοτεχνικό ύφος η καλολογία και η συμβατική πλοκή καταργούνται, και στη θέση τους μπαίνει το ασθματικό ύφος, η κινηματογραφική αφήγηση, ο εσωτερικός μονόλογος και το ρεύμα της συνείδησης (...) Τι αναζητά αυτό το έργο; Σίγουρα (...) την ελευθερία και τη δικαιοσύνη. Αυτά φωνάζει μέσα από τις αντιφάσεις και την απελπισία των ηρώων του, τις σκοτεινές περιγραφές του, τον πόνο του και την ειρωνεία του, τη σκληρότητα και την τρυφερότητά του, όλες τις περιπέτειες της ανθρώπινης ψυχής που αναβιώνει. Τ' αναζητά και μέσα από τη φανταστική λογοτεχνία του, μια καταδίκη του σύγχρονου δυτικού πολιτισμού, του ολοκληρωτισμού και του πολέμου. Το έργο αυτό ανοίγει την ήπειρο της Ουτοπίας στην ελληνική λογοτεχνία και του αιτήματος για ένα άλλο κόσμο».
Το 2011 κυκλοφόρησε στις εκδόσεις Τόπος το λεύκωμα των Δημήτρη Βανέλλη και Θανάση Πέτρου (εικονογράφηση) «Παραρλάμα και άλλες ιστορίες του Δημοσθένη Βουτυρά».
Εργογραφία
Πεζογραφία- Λεωνίδας Λαγκάς, Πειραιάς, τυπ. Σφαίρα (1903)
- Ο Λαγκάς και άλλα διηγήματα, Αλεξάνδρεια, Γράμματα (1915)
- Παπάς ειδωλολάτρης και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Βασιλείου (1920)
- Οι αλανιάρηδες, Αλεξάνδρεια, Γράμματα (1921)
- Τριάντα δύο διηγήματα, Αθήνα, Γανιάρης (1921)
- Ζωή αρρωστεμένη κι άλλα διηγήματα, Αθήνα, Ελευθερουδάκης (1921)
- Μακρυά απ’ τον κόσμο και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Σιδέρης (1921)
- Το γκρέμισμα των θεών και άλλα διηγήματα, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείου Γανιάρη και Σίας (1922)
- Ο θρήνος των βοδιών και άλλα διηγήματα, Αλεξάνδρεια, Γράμματα (1923)
- Φως στο σκοτάδι και άλλα διηγήματα, Αθήνα, εκδ. Ακαδημαϊκού Βιβλιοπωλείου (1923)
- Διωγμένη αγάπη και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Βασιλείου (1923)
- Όνειρο που δεν τελειώνει και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Ελευθερουδάκης (1923)
- Ο νέος Μωυσής και άλλα διηγήματα, Αθήνα, τυπ. Αθηνά Ι.Ράλλη (1923)
- Η αριστοκρατική γειτονιά και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Βασιλείου (1924)
- Η σιδερένια πόρτα, Αθήνα, εκδ. Βιβλιοπωλείου Η Λογοτεχνία (1925)
- Τροφή στο θάνατο, Αθήνα, Τσουκαλάς (1926)
- Είκοσι διηγήματα, Αθήνα, Δημητράκος (1926 ή 1927)
- Στη χώρα των σοφών και των αγρίων, Αθήνα, τυπ. Αθηνά (1927)
- Μέσα στην κόλαση, Αθήνα, Δημητράκος (1927)
- Μες στους ανθρωποφάγους και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Εστία (1928)
- Από τη Γη στον Άρη, Αθήνα, Δημητράκος (1929)
- Ανάσταση νεκρών και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Δημητράκος (1929)
- Στους άγνωστους Θεούς, Αθήνα, Δημητράκος (1930)
- Η επανάσταση των ζώων και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Δημητράκος, (1931)
- Η όρνιθα ξύνοντας το μάτι της..., Αθήνα, Δημητράκος, (1932)
- Μέρες τρόμου, Αθήνα, τυπ. Τα Χρονικά (1932)
- Ύστερα από εκατομμύρια χρόνια και άλλα διηγήματα, Αθήνα, Δημητράκος (1932)
- Κάλπικοι πολιτισμοί, Αθήνα, εκδ. εφ. Ανεξάρτητος (1934)
- Μιλούν και οι νεκροί;, Αθήνα, έκδοση της εφημερίδας Ελληνικόν Μέλλον (1934)
- Το τραγούδι του κρεμασμένου και άλλα διηγήματα, Αθήνα, εκδ. εφ. Ανεξάρτητος (1935)
- Νύχτες μαγείας, Αθήνα, Καραβίας (1938)
- Το σπίτι των ερπετών, Αθήνα, Καραβίας (1939)
- Ο έρωτας στους τάφους, Αθήνα, Πήγασος (1943)
- Τρικυμίες, Αθήνα, Οι φίλοι του βιβλίου (1945)
- Αργό ξημέρωμα, Αθήνα, τυπ. Κατσιώρη (1950)
- Τα σύμβολα στα όνειρα, Αθήνα, Δημητράκος (1933)
- Τα σύμβολα στα όνειρα, 39 όνειρα, 6 διηγήματα, μια διάλεξη, επιμ. Διαμ. Καράβολας, εκδ. Φαρφουλάς (2007)
- Άπαντα, επιλογή πρώτη, εισαγωγή Βάσου Βαρίκα, Αθήνα, εκδ. Δίφρος (1958)
- Άπαντα, εισαγωγή Νίκου Κατηφόρη, Αθήνα, Δίφρος (1960)
- Διηγήματα, εισαγωγή Τάκη Αδάμου, Βουκουρέστι, Πολιτικές και λογοτεχνικές εκδόσεις (1965)
- Άπαντα Α΄ - Ζ΄. Αθήνα, εισ. - επιμ. Βάσιας Τσοκόπουλος, εκδ. Δελφίνι, Στάχυ (1994 - 2001)
- Το καράβι του Θανάτου και άλλες ιστορίες, επιλογή, επιμέλεια Βάσιας Τσοκόπουλος, Τόπος (2011)
- 1. Γιάννης Χαλάτσης, Βουτυράς Δημοσθένης, Παπαχαραλάμπειος Δημόσια Κεντρική Βιβλιοθήκη Ναυπάκτου (2002)
- 2. Βάσιας Τσοκόπουλος, Το καράβι του θανάτου και άλλες ιστορίες, Εκδ. Τόπος (2009)