Ο Βασίλης Καλλιπολίτης έχει γράψει ιστορία στην παρουσίαση της σύγχρονης επιστημονικής φαντασίας στο ελληνικό κοινό. Ενώ σπούδαζε αγγλική φιλολογία, συνελήφθη από τη Χούντα και οδηγήθηκε στην εξορία, τη Γυάρο και τη Λέρο (1967-1970). Επέστρεψε, πήρε το πτυχίο του, και μαζί με την μετέπειτα γυναίκα του και δύο ακόμα συνεργάτες ίδρυσε τις εκδόσεις Εξάντας. Ένα από τα πρώτα βήματα του εκδοτικού οίκου ήταν η έκδοση, με δική του φροντίδα, της μνημειώδους σειράς με τις χρονολογικές ανθολογίες διηγημάτων επιστημονικής φαντασίας και αμέσως μετά η σειρά με τις θεματικές ανθολογίες και τα 9 μυθιστορήματα σύγχρονης εφ, με εντυπωσιακά για την εποχή εξώφυλλα και προσεγμένες μεταφράσεις. Πέθανε σε ηλικία 60 μόλις ετών, το 2003, ενώ είχε ακόμα πολλά να προσφέρει.
Το 1998 το περιοδικό Big Bang (τ. 4) δημοσίευσε μια ωραία συνέντευξη του Βασίλη Καλλιπολίτη στον Άγγελο Μαστοράκη με τίτλο «και τώρα πάμε για ψάρεμα». Την αναδημοσιεύουμε σήμερα με την άδεια του Μαστοράκη, του Γιώργου Γούλα, εκδότη του περιοδικού και της συζύγου του Καλλιπολίτη, Δώρας.
Άγγελος Μαστοράκης: Εμένα πάντως η απορία μου ήταν από τότε, πώς ξεκίνησες αυτή την ιστορία;
Βασίλης Καλλιπολίτης: Ποιαν απ' όλες;
Την Ανθολογία. Πώς αποφάσισες το 1976, σ' ένα περίγυρο γεμάτο πολιτικά βιβλία, να ασχοληθείς με μια ανθολογία επιστημονικής φαντασίας;
Είχα αρχίσει να την ετοιμάζω από το 1973. Με είχε βάλει στα αίματα μια αρκετά καλή ανθολογία διηγημάτων τρόμου που είχε βγάλει ο Αντώνης Καρκαγιάννης στον Ολκό. Την πήγα σε διάφορους εκδότες, την απέρριψαν όλοι. Μετά βέβαια, την έβγαλα στον Εξάντα. Ο πρώτος τόμος κυκλοφόρησε στις αρχές του 1976 και σιγά σιγά το πράγμα προχώρησε.
Και τι αντιδράσεις είχες;
Ενθουσιασμού!
Και δεν είχες καμιά κόντρα από κανένα; Δε βρέθηκε κανείς να σου πει, τι τρελός είσαι που ξεκίνησες τέτοια πράγματα;
Ε, δεν είμαι και προφήτης. Υπήρχε κάποια προϊστορία. Είχε βγάλει την περίφημη μικρή ανθολογία του ο Γαλαξίας.
Εννοείς τις μεταφράσεις της Ροζίτας Σώκου.
Ναι. Είχε βγάλει μερικά βιβλία ο Μπουκουμάνης.
Βέβαια, τη σειρά που επιμελήθηκε ο Παναγιωτάτος.
Δεν ήταν κεραυνός εν αιθρία. Απλώς ήταν πιο μελετημένη και οργανωμένη προσπάθεια. Κοίτα, ήδη από το '72 είχα δημοσιεύσει ένα μεγάλο δοκίμιο για την εφ με τίτλο, Το Θαυμαστό Ταξίδι, στο περιοδικό Εξάντας που ξεκίνησε από την παρέα μας, στη Θεσσαλονίκη. Δημοσιεύθηκε μόνο το πρώτο μισό, γιατί μας έκλεισε η Χούντα.
Πες μου κάτι άλλο. Πότε πρωτοδιάβασες εφ; Δεν εννοώ φυσικά τα παιδικά αναγνώσματα της εποχής.
Αν εξαιρέσεις τον Βερν, που άνοιξε βέβαια το δρόμο, πρωτοδιάβασα εφ στη βιβλιοθήκη της Αμερικάνικης Υπηρεσίας Πληροφοριών, στη Θεσσαλονίκη, το '60. Αυτή ναι, ήταν πληροφορία που μου καθόρισε τη ζωή! Δε θυμάμαι ποιο ακριβώς διήγημα ήταν, αλλά μου είχε κάνει φοβερή εντύπωση. Υπήρχε βέβαια και ο κινηματογράφος. Αλλά, νομίζω, το βασικό κίνητρο ήταν ο Βερν, όχι ο Γουέλς.
Τα Κλασικά Εικονογραφημένα;
Δεν τα διάβαζα. Δε μ' άφηνε ο πατέρας μου.
Στον κινηματογράφο ποιο έργο θυμάσαι από κείνη τη εποχή;
Τα πρώτα έργα που θυμάμαι στη ζωή μου είναι ο Ταρζάν στην πόλη Οπάρ και ένα τρόμου, Ο 'Ερως Τρελαίνει. Τις έβραζε σε λιωμένο κερί! Μεγάλη εντύπωση μου είχε κάνει το Forbidden Planet του Γουίλκοξ, που προβλήθηκε το 1956 ή 1957. Πάντως ουσιαστικά την εφ μου την κόλλησε η μεγάλη μου αδερφή, που διάβαζε από παλιότερα. Πιο πριν η μεγάλη μου αγάπη ήταν ο Άγιος, ο Σάιμον Τέμπλαρ. Και σταμάτησα γύρω στο '82.
Όταν λες σταμάτησες, εννοείς ότι σταμάτησες εντελώς;
Ε, όχι, αλλά ό,τι είχα να κάνω το έκανα ως τότε. Δηλαδή αυτά που ήθελα να βρω στην εφ -ή, μάλλον, που μπορούσα να βρω, τα είχα βρει ως τότε.
Όταν πρωτοδιάβασες εκείνο το διήγημα που είπες, στην αμερικάνικη βιβλιοθήκη, το είδες σαν συνέχεια του Βερν και κάτι παραπάνω. Αυτό το παραπάνω, τι ήταν;
'Ισως το παραμύθι, η φανταχτερή υπερβολή. Ήταν ένα διήγημα με «Bug Eyed Monster» και μου άρεσε φοβερά. Πάντα μου άρεσαν αυτά τα διηγήματα περισσότερο απ' όλα τα άλλα.
Δηλαδή σου άρεσε περισσότερο η Space Opera;
Θα σου πω γιατί. Στην παρέα τότε, στη Θεσσαλονίκη, μας γοήτευε το στοιχείο του επικού. Με τον φίλο μου, τον Τάκη Σιμώτα, διαβάζαμε Ιππότη Παρνταγιάν, Ραγκαστέν, Τρεις Σωματοφύλακες, τρέχαμε στα καουμπόικα, παρασύραμε και άλλους που τελικά το ξεπέρασαν. Δε την πάτησαν. Σε όλα αυτά υπάρχει η ανάμνηση του έπους.
Εξάλλου ο Σιμώτας έγραψε αργότερα το Τέλος της επικής συνείδησης.
Ναι, ο κερατάς! Και στο τελευταίο του βιβλίο, που κυκλοφόρησε πρόσφατα με τίτλο Ο λάκκος, το κεντρικό, κατά τη γνώμη μου, κεφάλαιο περιγράφει την εκτόξευση μιας αυτοσχέδιας ρουκέτας. Κάπου εκεί, γύρω στο '50! Ήμασταν και αριστεροί. Εγώ ως αριστερός διάβαζα επιστημονική φαντασία. Δεν αναφέρομαι στο πρώτο επίπεδο του κοινωνικού προβληματισμού της, που άλλωστε η προοδευτικότητα του, με τα δικά μου κριτήρια, ήταν αρκετά αμφισβητήσιμη. Μας ενδιέφερε περισσότερο το έπος της προσωπικής ανθρώπινης προσπάθειας. Της εξέλιξης του ανθρώπινου είδους. Πράγματα για τα οποία έγραφε με πάθος κι ένας ωραίος Καθολικός, ο Theillard de Chardin. Η εφ δούλευε με το μύθο. Ο μύθος χωρούσε τότε στην αριστερά. Γιαυτό, άλλωστε, πιστεύαμε ότι χωρούσαμε κι εμείς...
Από το Κόμμα, δεν υπήρχαν αντιδράσεις;
Αν ήξερε το Κόμμα τον Βαν Βογκτ ίσως να πέφταμε πιο στα μαλακά. Προβλήματα είχαμε με τα φλιπεράκια. Όταν τα βάλαμε ως Λαμπράκηδες με τα μαγικά μηχανήματα, προσωπικά είχα δυσκολίες. Έπαιζα κατά κόρον. Μάλιστα, επειδή στο φλίπερ το καθαρό μυαλό είναι πιο απαραίτητο, πρώτα ξεκωλωνόμουν να παίζω και μετά πήγαινα στα γραφεία. Στο βασίλειο της θολούρας. Αργότερα μάλωνα γι' αυτό το θέμα με κάποιον υψηλά ιστάμενο. Τα φλιπεράκια ήταν καμωμένα για να τα θαυμάζουμε, για να μας σαγηνεύουν, του έλεγα. Οπότε γιατί να μη σαγηνευτώ και εγώ; Ήμουν επιρρεπής. Αλλιώς γιατί θα οργανωνόμουν στην Αριστερά; Για το Κόμμα, βέβαια, όλ' αυτά ήταν υποκουλτούρα, λουμπενοποίηση, χειρότερα κι από τη φοιτητική πόκα, κατέστρεφαν τη νεολαία... πολύ σωστή άποψη.
Οι σειρήνες που σε παρασύρουν στην καταστροφή.
Ακριβώς. Καταστροφή είναι όλη η παραλογοτεχνία. Αλλά τι καταστροφή!
Αυτήν τη στιγμή που μιλάμε, θεωρείς την εφ παραλογοτεχνία;
Δόξα τω Θεώ, σταμάτησα να διαβάζω εφ όταν σταμάτησε κι αυτή να είναι παραλογοτεχνία. Όσο για τον χαρακτηρισμό, δεν τον δίνω εγώ αλλά η Θεωρία της Λογοτεχνίας. Και δεν είναι, σώνει και καλά, υποτιμητικός. Αναφέρεται στην όλη παραγωγική διαδικασία, στη χρησιμοποίηση ως μορφικών στοιχείων διαφόρων κλισέ, στην τυποποίηση του περιεχομένου- λόγου χάρη στην περίπτωση της κλασικής εφ υπάρχει μια τυποποίηση της αισιοδοξίας, στην περίπτωση του νουάρ μια τυποποίηση της απαισιοδοξίας, του γυναικείου βαμπιρισμού. Αλλά στην εποχή της έκπτωσης ο μύθος, το έπος, μόνο μέσα από την τυποποίηση μπορούν να επιζήσουν, ας πούμε σε κατάσταση χειμέριας νάρκης...
Αλλά είπες ότι τώρα πια σταμάτησε να είναι;
Θέλει να βγει από το γκέτο. Για ποιο λόγο; Αυτές οι προσπάθειες σαν αναγνώστη, σαν καταναλωτή, δε μ' ενδιαφέρουν. Για μένα ο Φίλιπ Ντικ είναι η ολοκλήρωση της Space Opera, είναι η συνέχεια του Βαν Βογκτ, όχι ο πρόδρομος του Γκίμπσον.
Τον Van Vogt τον θαυμάζεις πολύ, απ' ό,τι ξέρω.
Πάρα πολύ, ναι. Ενώ δε μου αρέσει τόσο ο Ασίμοφ. Είναι πολύ πιο συγκεκριμένος, πολύ πιο προσγειωμένος, πολύ πιο θετικιστής. Είπαμε αριστεροί, αλλά όχι πια και ιδιαίτερα αισιόδοξοι. Γιαυτό και η θετικιστική Αριστερά μας έβαλε τελικά στην άκρη. Τα δυο πράγματα δεν πηγαίνουν πάντα, ούτε υποχρεωτικά, μαζί. Βέβαια μου άρεσε πολύ και ο Κλαρκ, της πρώτης περιόδου. Το Against the Fall of Night είναι το πιο αγαπημένο μου βιβλίο. Το Childhood's End, που είχε την έμπνευση να το εκδώσει ο Πουρνάρας. Μου αρέσει η εφ που δεν έχει ακόμα ηττηθεί, που δεν έχει επιστρέψει στα όρια της Γης. Μου αρέσει πολύ και η Ανδρομέδα του Γιεφρέμοβ παρά το σοσιαλιστικό ρεαλισμό της. Πάντως για μένα το κορυφαίο βιβλίο θα είναι πάντα η Μυστηριώδης Νήσος, του Βερν.
Το αυτοδύναμο του ανθρώπου, η γνώση. Υπάρχει πίσω απ' αυτό το βιβλίο η πίστη ότι η τεχνολογία θα μας σώσει κάποια στιγμή. Είσαι υπέρ αυτής της άποψης ακόμα; Γιατί, ξέρεις, τα τελευταία χρόνια έχουν αρχίσει όλοι να βρίζουν την τεχνολογία, να επικεντρώνουν την προσοχή τους στα κακά της, στις συνέπειες της κακής χρήσης της. Φτάνουν να μας θυμίζουν τους Λουντίτες...
Ναι, είναι ο σύγχρονος κοινός τόπος. Κοίταξε, δεν είμαι ούτε υπέρ ούτε κατά. Η τεχνολογία, όχι όπως τη βλέπουν οι θετικιστές, είναι μια ανθρώπινη δυνατότητα, είναι κάτι που ο άνθρωπος το κάνει και δεν μπορεί να μην το κάνει. Δεν μπορώ να της αντιπαραθέσω τους γκουρού. Δεν ξέρω ποιος θα κερδίσει το στοίχημα ανάμεσα στην επιβίωση και την καταστροφή, αλλά δεν μπορώ να είμαι κατά της τεχνολογίας, ούτε καν κατά της πυρηνικής ενέργειας. Δε βλέπω πώς μπορούμε να παραιτηθούμε απ' αυτά τα πράγματα. Ταυτόχρονα δε βλέπω και πώς μπορούμε στα καλά καθούμενα να γίνουμε λογικοί. Η μόνη δυνατότητα είναι μια πάρα πολύ αργή πορεία συνειδητοποίησης, η οποία επιτυγχάνεται και μέσω της τεχνολογίας. Αλλά δεν είναι δυνατό να σταματήσουμε τα πάντα για να φτάσουμε σ' ένα κόσμο εσωτερικό ο οποίος θα δημιουργήσει μιαν άλλη ανθρωπότητα όπως οραματιζόταν ο Κάμπελ, ας πούμε, ξέρεις, ο περίφημος διευθυντής του Astounding. Αλλά τα σχετικά του διηγήματα τα έγραφε με ψευδώνυμο, ενώ ως Κάμπελ ήταν, ιδίως στα τέλη του, φανατικός υποστηρικτής της πιο hard core εφ. Αντιφάσεις. Ίσως και να μυριζόταν τι θα ακολουθούσε στο χώρο. Άλλωστε στη Μυστηριώδη Νήσο υπήρχαν και ο Νέμος, ο Αιρτον.
Και το Νέο Κύμα; Σου άρεσε; Το βλέπεις σαν κάτι το ξεχωριστό; Άξιζε να ονομαστεί έτσι, ή ήταν μια έκρηξη που πάει, τελείωσε; Εσύ που ξεκίνησες να διαβάζεις πολύ πιο πριν, που σου άρεσε πολύ η Space Opera, το είδες σαν κάτι το φορμαλιστικό ή σαν κάτι βαθύτερο, με περισσότερο ψαχνό;
Μπορούμε να δούμε το πρόβλημα αισθητικά. Υπάρχει ένα θέμα ισορροπίας ανάμεσα στον προβληματισμό ο οποίος θέλει να πάει βαθύτερα, και στις απαιτήσεις που έχει το είδος, απαιτήσεις ενός αυτοπεριορισμού. Ο αυτοπεριορισμός αυτός φέρνει στα κλασικά κείμενα μια τελειότητα. Οι φόρμες της παραλογοτεχνίας είναι δυνατό να χωρέσουν ένα νέο προβληματισμό - δε θα τον έλεγα βαθύτερο αλλά πιο αιχμηρό. Είναι δυνατό να διασταλούν, αλλά δεν πρέπει να διαρραγούν. Η ιστορία απέδειξε ότι η διάρρηξη επήλθε.
Επίτρεψέ μου να επιμείνω λίγο. Το πρόβλημα το έθεσε πολύ καθαρά, ένας Γάλλος, ο Gerard Klein, που γνώριζε τις μελέτες του L. Goldman για την κοινωνιολογία του μυθιστορήματος. Αναφέρομαι στην άποψή του πολύ σχηματικά. Ας μην ξεχνάμε ότι η αμερικάνικη εφ -το πρότυπο- γραφόταν σε μεγάλο βαθμό από επιστήμονες. Ο Ασίμοφ ήταν βιολόγος, ο Ντοκ Σμιθ χημικός, ο Κλαρκ φυσικός και μαθηματικός, πάρα πολλοί συγγραφείς ήταν ταυτόχρονα επιστήμονες και γραφιάδες. Το αναγνωστικό κοινό ήταν κυρίως επιστήμονες και παιδιά, νέοι που ενδιαφέρονταν πραγματικά για την επιστήμη, που γίνονταν με τη σειρά τους επιστήμονες. Γιαυτό και σε αντίθεση με άλλα είδη παραλογοτεχνίας η εφ δεν είχε ποτέ ιδιαίτερα μεγάλο κοινό.
Αλλά με το τέλος του Δευτέρου Παγκοσμίου Πολέμου, τα αισιόδοξα όνειρα των επιστημόνων αρχίζουν να αποδεικνύονται φρούδα και η θέση τους στην κοινωνική ιεραρχία κλονίζεται. Οι ρωγμές αυτές θα επηρεάσουν αργότερα και την εφ Η λογοτεχνία καθυστερεί σε σχέση με την πραγματικότητα. Η ήττα των επιστημόνων ολοκληρώνεται στα χρόνια '45 ως '50. Το επισφράγισμα έρχεται με τον Μακαρθισμό, η κατάρρευση ολοκληρώνεται. Η εφ προσπάθησε να ενσωματώσει την αίσθηση της αποτυχίας. Αλλά τα προβλήματα ήταν υπερβολικά αιχμηρά, ήταν επόμενο ότι η αυτοπεποίθησή της θα υποσκαπτόταν. Το αντικείμενο του οράματος δίνει τη θέση του στο αντικείμενο της φρίκης.
Θα έλεγες ότι το Cyperpunk δε σου αρέσει γιατί δεν έχει το όραμα που υπάρχει στην προηγούμενη εφ;
Ναι, είναι μια λογοτεχνία ήττας. Και ήττας αυτάρεσκης. Κυρίως αυτό. Η αυταρέσκεια δε μου αρέσει. Το ίδιο έπαθε το αστυνομικό μυθιστόρημα. 'Ολη η παραλογοτεχνία έπαθε την ίδια καθίζηση. Η φιλοδοξία και η ανώριμη, η υπερβολική αλλά όχι επαρκής σοβαρότητα την παρέσυραν σε δρόμους άσχημους. Οι συγγραφείς προβληματίζονταν βαθιά, αλλά σκέφτονταν με μορφικές κατηγορίες οι οποίες δεν μπορούσαν να χωρέσουν αυτά τα πράγματα. Στα πρώτα βιβλία των συγγραφέων που αποτέλεσαν μετά τους αστέρες του Νέου Κύματος, στα πρώτα βιβλία του Μπάλαρντ, του Όλντις, η ισορροπία υπάρχει. Αλλά σε γενικές γραμμές, ιδίως όταν το Νέα Κύμα έγινε σύμβαση, τα πράγματα έγιναν βαρετά. Αντίθετα, μου αρέσει ο νέος κινηματογράφος της εφ. Ίσως επειδή βρίσκεται ακόμα υπό την επιρροή του Βαν Βογκτ, του Ντικ. Το τέρας του Alien είναι ο Black Destroyer, του Βαν Βογκτ, αλλά με άμεσους σεξουαλικούς υπαινιγμούς. Ενδιαφέρον θέμα. Πράγματα απέναντι στα οποία είχαμε κάποτε μια στάση καθαρού θαυμασμού, δέους, τώρα μας διεγείρουν σεξουαλικά. Γεράματα.
Το Blade Runner; Σου άρεσε;
Βέβαια. Ασφαλώς.
Έστω κι αν χειριζόταν το θέμα με τρόπο Cyberpunk;
Οπτικά ταιριάζει. Το Cyberpunk ταιριάζει στον κινηματογράφο. Επειδή είναι υποχρεωμένος να διατηρεί μια σαφή μυθοπλασία, ο εμπορικός κινηματογράφος δεν καταλήγει σε ακρότητες. Ενώ με τις λέξεις παρασύρεσαι εύκολα.
Βλέπουμε σιγά - σιγά, όσο περνά ο καιρός, ότι η εφ μπαίνει κατά κάποιον τρόπο στη ζωή μας. Πράγματα που ήταν πολύ μακρινά αρχίζουν και ξεπροβάλλουν γύρω μας πάρα πολύ γρήγορα, δεν υπάρχει ο χρόνος να συμφιλιωθούμε με τη νέα τεχνολογία, γιατί μόλις τη γνωρίσουμε εμφανίζεται κάποια άλλη, πιο νέα, που την αντικαθιστά. Απαρτίζεται ένα μέλλον που μπαίνει απότομα στη ζωή μας, ένα μέλλον που γίνεται παρόν. Έτσι τα προσλαμβάνεις εσύ τα γεγονότα;
Θα σου απαντήσω κάπως διαφορετικά. Όλα αυτά τα χρόνια που διάβαζα εφ δεν ασχολήθηκα ποτέ με τον ουρανό, δεν κοίταξα ποτέ τ' αστέρια να πω, αυτός είναι ο Σείριος, ο Βέγας. Βέβαια είναι και θέμα προσωπικής ιδιοσυγκρασίας. Ας το θέσω και αλλιώς. Δε μ' ενδιέφερε ποτέ ο Ντένικεν, όλη αυτή η φιλολογία για τους παλιούς επισκέπτες της Γης. Νομίζω ότι η εφ δεν κρίνεται σε καμιά περίπτωση από την πραγμάτωση κάποιων επινοήσεων που υπήρξαν στα βιβλία πριν από σαράντα, πενήντα χρόνια.
Δηλαδή η εφ υπήρξε κυρίως σαν όραμα, σαν σύλληψη μιας ανθρώπινης δυναμικής, σύλληψη που έγινε με πολύ συγκεκριμένο τρόπο. Η τεχνολογία έδινε πάντα την πρώτη ώθηση, αλλά μέσα στο λογοτεχνικό κείμενο λειτουργούσε σαν όχημα. Όλο το περιεχόμενο της εφ, ο επιστημονικός και ο κοινωνικός προβληματισμός, στα μάτια μου λειτουργούσαν πάντα σαν όχημα μιας τεράστιας λογοτεχνικής μεταφοράς. Στο βάθος - βάθος το ουσιαστικό ήταν πάντα η περιπέτεια, το μεγάλο ταξίδι. Τον τόνο τον έδινε η αφέλεια. Όραμα, μύθος, δεν μπορούν να υπάρξουν χωρίς αφέλεια. Ας μην ξεχνούμε την ωραία επιστολή του Μαρξ που μιλά για την αφέλεια των Αρχαίων. Αλλά και το όραμα του Μπαλζάκ, το όραμα της ολοκληρωτικής περιγραφής, δεν είναι λίγο αφελές; Ενώ τον Ζολά δε θα τον έλεγες αφελή. Εμμένει ακόμα περισσότερο στην περιγραφή, όμως τα κίνητρά του είναι λογοτεχνικά.
Τηρώντας τις αναλογίες το ίδιο θα έλεγα και για τον Γκίμπσον. Ή για το συγγραφέα του πολύ μαύρου εκείνου βιβλίου, του Dr Adder. Υπάρχει εδώ μια σχεδόν θρησκόληπτη επιμονή. Αυτή η λατρεία της μηχανής από την ανάποδη, η αίσθηση ότι ο άνθρωπος ενώνεται πια με το μηχάνημα και δεν μπορεί να ξεχωριστεί. Αυτή η λογοτεχνία έχει κάτι το μαζοχιστικό.
Δεν κατάλαβα. Αυτό το θεωρείς καλό ή κακό;
Εδώ θα μου επιτρέψεις να οχυρωθώ και λίγο πίσω από την αμηχανία μου. Δεν έχω ιδέα αν είναι καλό ή κακό. Αρκετά την πατήσαμε με κάθε είδους κρίσεις. Αν θέλεις, δε δυσκολεύομαι να αποδώσω τη στάση μου και σε κάποιον συντηρητισμό. Είναι της ηλικίας. Μερικοί φίλοι μου υιοθέτησαν τον συντηρητισμό, τον ενσωμάτωσαν τόσο πολύ προκειμένου να διατηρήσουν μιαν επίφαση δημιουργικής συνοχής, που δεν καταλαβαίνουν πού μπλέχτηκαν. Μερικοί νομίζουν ότι όταν τρέχεις στον κατήφορο τον ελέγχεις. Εγώ προτιμώ το διχασμό. Παρακολουθώ στον εαυτό μου κάποια φθορά, κάποια έλλειψη γενναιότητας απέναντι στο καινούριο, αλλά το ξέρω, έχω συνείδηση του πράγματος. Γιαυτό όταν μιλώ έτσι για το Νέο Κύμα, που είναι πια παλιό, ή για το Cyberpunk, δεν εκφέρω αξιολογική κρίση. Λέω απλώς ότι δε μου πηγαίνει, ότι προτιμώ να μένω προσκολλημένος στις πιο φωτεινές στιγμές του παρελθόντος. Αλλά είναι γελοίο να κάνω αυτή την προσκόλληση παντιέρα.
Η άποψή σου για το Sword and Sorcery, για την Heroic Fantasy;
Ως υπο-είδη της εφ γενικά δε μου αρέσουν. Βέβαια υπάρχουν και εξαιρέσεις. Ο Χάουαρντ μου αρέσει. Γιατί είναι δυνατός συγγραφέας, και γιατί έχω κι εγώ τα βίτσια μου. Τα βίτσια μας δεν μπορούμε να τα βρούμε στον Κλαρκ ή στον Ασίμοφ. Δεν είναι για βιτσιόζους. Ο Χάουαρντ, ναι. Ο Λάβκραφτ, ναι. Αυτοί είναι αυθεντικά άρρωστοι. Έχουν δύναμη στο γράψιμό τους. Ο Χάουαρντ αυτοκτόνησε μόλις πέθανε η μάνα του. Ο Λάβκραφτ ήταν εστέτ, αντισημίτης, επαρχιώτης γεμάτος ασήμαντους εγωισμούς, αυθεντικός εκπεπτωκώς απόγονος του Χόθορν, πράγμα που δεν υποπτεύεται κανείς διαβάζοντας τις κακές μεταφράσεις που τον κατακρεουργούν.
Πάντως σε γενικές γραμμές νομίζω πως η Heroic Fantasy έχει δώσει μονάχα κατώτερα έργα, φτηνά. Ο Τόλκιν έγινε ο αγαπημένος της γενιάς των λουλουδιών, αλλά η γενιά των λουλουδιών δεν είχε μεγάλη σχέση με την εφ. Όσο για το φανταστικό και τη λογοτεχνία της Φρίκης, με εξαίρεση τον Λάβκραφτ, που πατά με το ένα πόδι εκεί και με το άλλο στην εφ, δε φτούρησαν στο χώρο της εφ. Εκτός από τον κινηματογράφο. Ο Κρόνενμπεργκ! Τα πρώτα έργα του, το Rabid, το Shivers, είναι κάτι μεταξύ κιτς, αρρώστιας και μιας έξυπνης κατασκευής η οποία φαίνεται τεχνητή, αλλά κάπου το βίτσιο βιώνεται. Επειδή έκανε αυτά τα φιλμ μπόρεσε να κάνει μετά το Scanners, το Fly. Αυτά ήταν ποιήματα. Αλλά όχι νευρωτικά. Έχουν μια θαυμαστή νηφαλιότητα. Αργότερα θέλησε κι αυτός να ξεφύγει από το γκέτο... η μαγεία χάθηκε.
Και τώρα;
Τώρα πάμε για ψάρεμα!
Σημείωση: Δεν δακτυλογραφήσαμε τη συνέντευξη εκ νέου: Ψαρέψαμε το κείμενο από το παλιό site του altfactor και το επιμεληθήκαμε για να πάρει τη μορφή που χρησιμοποιούμε στο Redworlds.